- τέτοιος, -οια, -οιο
- δεικτική αντων.1. αυτού του είδους: Τέτοιο ζώο δεν ξαναείδα.2. τάδε, ο, η, το (βλ. λ.): Μου είπε ο τέτοιος, πες τον ντε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.